-
1 ремень
ременьм τό λουρί, ὁ ιμάντας, ὁ ίμάς/ ἡ ζώνη (пояс):кожаный \ремень τό πέτσινο λουρί· дорожные ремни λουριά γιά τίς ἀποσκευές· приводной \ремень тех. ὁ Ιμάντας (или τό λουρί) ιής μηχανϋς. -
2 ленточный
επ.1. της ταινίας•-ая фабрика. φάμπρικα ταινιοποιΐας•
ленточная машина μηχανή ταινιοκατασκευής•
α• παραγωγή ταινιών. || από ταινία) από κορδέλα•ленточный бант φιόγκος απο (με) κορδέλα.
2. ταινιοειδής, ταινιόμορφος•-ые черви πλατυέλμινθες, ταινιοειδή σκουλήκια.
3. τεχ. με ιμάντα, με λουρί•ленточный транспортёр μεταφορέας με λουρί•
-ая пила πριόνι-κορδέλο:.
-
3 лента
η ταινία, ο ιμάνταςτο λουρίпробная (тлф.) - δοκιμαστική -программная вчт. - του προγράμματοςпустая - вчт. κενή -сантиметровая - η μετρική ταινία, разг. η μεζούραтормозная - ο ιμάντας φρένου/πέδηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лента
-
4 ленточный
1. (сделанный из ленты) από ταινίααπό κορδέλα2. тех. με ιμάντα 3. (имеющий вид, форму ленты) ται-νιοειδής, ταινιόμορφος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ленточный
-
5 ремешок
ο μικρός ιμάντας, το λουρί/λουράκι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ремешок
-
6 лямка
лямк||аж τό λουρί, ὁ Ιμάντας, ὁ τε-λαμῶν ◊ тяну́ть \лямкау βιοπαλαίω. -
7 перевязь
перевяз||ьж1. воен. ὁ τελαμών, τό λουρί·2. мед. ὁ χειρολαβος, ἡ κούνια:у него рука на \перевязьи τό χέρι του εἶναι σέ χειρολάβο. -
8 портупея
портупеяж воен. ὁ ζωστήρας ξίφους (поясная) I ὁ τελαμών, τό λουρί (плечевая). -
9 распускать
распускатьнесов, распустить сов1. (собрание и т. п.) διαλύω, ἀπολύω:\распускать на каникулы ἀπολύω γιά τίς διακοπές· \распускать парламент διαλύω τήν βουλή·2. (расправлять, развязывать, ослаблять) ξεσ-φίγγω, χαλαρώνω, λύνω / ξεδιπλώνω, ἀνοίγω (расправлять \распускать паруса, знамена и т. п.):\распускать косы λύνω τίς πλεξοδδες· \распускать ремень ξεσφίγγω τό λουρί, χαλαρώνω τή ζώνη·3. (ослаблять дисциплину) χαλαρώνω τήν πειθαρχία·4. (растворять) διαλύω·5. (распространять) διαδίδω:\распускать слу́хи διαδίδω φήμες'6. (вязаные изделия) ξηλώνω, ξεπλεκω· ◊ \распускать нюни разг μοξοκλαίω, ψευτοκλαίω. -
10 свора
свор||аж1. (ремень для собак) τό λυτάρι, τό λουρί τοῦ σκύλου·2. (о собаках):спустить \сворау собак ἀπολύω τά σκυλιά·3. перен τό σκυλολοϊ, ἡ συμμορία. -
11 через
черезпредлог с вин. п.1. (о пространстве, месте) διά, πάνω / διά μέσου (сквозь):мост \через реку ἡ γέφυρα πάνω ἀπό τό ποτάμι· ремень \через плечо́ τό λουρί στον ῶμο· перейти \через дорогу περνώ τόν δρόμο· ступи́ть \через порог περνώ τό κατώφλι, μπαίνω· прыгнуть \через барьер πηδώ πάνω ἀπό τόν φράχτη· прыгнуть \через ручей πηδώ τό ρυάκι· ехать \через реку περνώ τό ποτάμι· пройти \через лес περνώ διά μέσον τοῦ δάσους· перейти́, переехать \через что́-л. διαβαίνω (или διασχίζω, διαπερ(ν)ῶ)· ехать в Ленинград \через Москву́ μεταβαίνω στό Λένινγκραντ μέσω Μόσχας· ехать \через весь город διασχίζω ὅλη τήν πόλη· влезть \через окно μπαίνω ἀπ' τό παράθυρο· пройти \через испытания περνώ δοκιμασίες·2. (при посредстве) διά μέσου, μέσον, μέ τήν βοήθεια:оповестить \через газету γνωστοποιώ μέσον τής ἐφημερίδας· разговаривать \через переводчика μιλώ μέ τήν βοήθεια διερμηνέα· смотреть \через очки βλέπω μέ τά ματογυάλια·3. (о расстоянии) μετά:\через два километра начинается деревня μετά δύο χιλιόμετρα ἀρχίζει τό χωριό· она живет \через три до́ма от нас αὐτη κατοικεί τρία σπίτια πιό μακρυά ἀπό μᾶς· писать \через три строки γράφω ἀνά τρία διαστήματα·4. (о времени) ὑστερα ἀπό, μετά:приду́ \через час θά ἔλθω μετά ἀπό μιαν ὠρα· \через два дня ὕστερα ἀπό δυό μέρες, μετά δυό μέρες· \через некоторое время μετά ἀπό λίγον καιρό· регулярно \через день μέρα παρά μέρα· ◊ \через голову кого-л. разг χωρίς νά ρωτήσω κάποιον \через пень колоду разг κουτσά στραβά. -
12 лямка
[λγιάμκα] ουσ. θ. λουρί -
13 ошейник
[ασέΐνικ/] ουσ. α. λουρί -
14 ремень
[ριμιέν*] ουσ. α. λουρί -
15 лямка
[λγιάμκα] ουσ θ λουρί -
16 βρίσκομαι
[ασέΐνικ] ουσ α λουρί -
17 ошейник
[ασέΐνικ] ουσ α λουρί -
18 ремень
[ριμιέν*] ουσ α λουρί -
19 гуж
-а α.το λουρί της λαιμαριάς των υποζυγίων•натягивай крепче -и σφίγγε (τέντωνε) πιο γερά τα λουριά•
взялся за гуж не говори, что не дюж παρμ. μπήκες στο χορό,θα χορέψεις• μια και τ’ άρχισες, θα το τελειώσεις.
-
20 затянуть
затянуть 1-яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затянутый, бр: -нут, -а, -оρ.σ.μ.1. σφίγγω• δένω•затянуть ремень σφίγγω το λουρί•
узлом δένω κόμπο•
затянуть петлю δένω θηλιά.
2. τεντώνω, τεζάρω.3. τραβώ μέσα, ρουφώ•болото -ло корову ο βάλτος κατάπιε την αγελάδα.
4. μτφ. τραβώ, παρασύρω, μπλέκω.5. καλύπτω, σκεπάζω με ελαφρύ στρώμα•тучи -ли небо τα σύννεφα σκέπασαν ελαφρά τον ουρανό•
пруд -ло тиной η δεξαμενή σκεπάστηκε με βόρβορο.
|| μτφ. επουλώνομαι, θρέφω, κλείνω•рану -ло η πληγή έκλεισε.
6. παρατραβώ, παρατείνω• καθυστερώ•затянуть дело παρατραβώ την υπόθεση•
затянуть игру παρατείνω το παιγνίδι.
7. σφίγγω τη βίδα.σφίγγομαι δένομαι• τεντώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. || ρουφώ, τραβώ μέσα καπνό.затянуть 2ρ.σ.μ.αρχίζω να τραγουδώ.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λουρί — το (Μ λωρίον) ταινία, συνήθως δερμάτινη, για διάφορες χρήσεις, ιμάντας (α. «κόπηκαν τα λουριά τού αλόγου» β. «το λουρί τής μηχανής χαλάρωσε» γ. «είχε το σκυλί του δεμένο με ένα μακρύ λουρί») νεοελλ. 1. στενό και επίμηκες τμήμα επιφάνειας, λωρίδα… … Dictionary of Greek
λουρί — το ιού (λ. λατ.) 1. στενή δερμάτινη ζώνη: Οι απαγωγείς τον είχαν δέσει με λουριά. 2. φρ., «Του έσφιξα τα λουριά», τον περιόρισα, δεν τον αφήνω να κάνει ό,τι θέλει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λουρώνω — [λουρί] αποκτώ σκληρότητα λουριού, σκληραίνω … Dictionary of Greek
ιμάντας — Όργανο σε σχήμα ατέρμονης ταινίας, το οποίο χρησιμοποιείται για να μεταδίδει την περιστροφική κίνηση από έναν άξονα σε έναν άλλο. Για τον σκοπό αυτό, o ι. αναπτύσσει τριβή πάνω σε τροχαλίες που συνδέονται σταθερά με τους άξονες. Η κινητήρια… … Dictionary of Greek
ακονάκι — Παλιό παιδικό παιχνίδι, στην περιοχή της Αιτωλίας. Η λέξη προέρχεται από το όνομα ενός μικρού μαύρου φιδιού. Στο παιχνίδι αυτό, τα παιδιά σχημάτιζαν κύκλο σε απόσταση περίπου μισού μέτρου το ένα από το άλλο και με τη ράχη τους στραμμένη προς τα… … Dictionary of Greek
ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… … Dictionary of Greek
κυνούχος — κυνοῡχος, ὁ (AM) βαλάντιο, κυνηγετικός σάκος αρχ. 1. το λουρί με το οποίο κρατά και σύρει κάποιος τον σκύλο 2. σάκος από δέρμα σκύλου 3. σάκος στον οποίο φύλαγαν τα ενδύματα 4. φρ. «κλοιὸς κυνοῡχος» το λουρί που μπαίνει στον λαιμό σκύλου. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
λούρα — η 1. μεγάλο λουρί 2. λεπτός και ευθύς βλαστός δένδρου ή θάμνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λουρί + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α, μπουκάλ α)] … Dictionary of Greek
μάστιγα — η (AM μάστιξ, ιγος, Α ιων. τ. μάστις, ιος) 1. λουρί δεμένο σε ραβδί με το οποίο χτυπούν τα υποζύγια για να τρέξουν, μαστίγιο, καμ(ου)τσίκι («τοῡ ἵππου τὴν μάστιγα», Ηρόδ.) 2. μτφ. μεγάλη συμφορά, μεγάλο κακό, καταστροφή, κοινωνική πληγή (α. «Διὸς … Dictionary of Greek
νίγλα — (I) η το λουρί που χρησιμεύει για δέσιμο τού σαμαριού στη ράχη υποζυγίου, υπόζωμα, ζώστρα, αλλ. ίγλα, ίγγλα, γίγγλα, μεσιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίγ(γ)λα* «λουρί», το ν από συνεκφορά με το άρθρο (την ίγ(γ)λα)] … Dictionary of Greek
ξελουρίζω — και ξελουριάζω 1. κόβω τα άκρα τής σόλας τού παπουτσιού που προεξέχουν, ώστε αυτό να προσλάβει το κατάλληλο σχήμα 2. κόβω κάτι σε λωρίδες 3. αφαιρώ ή χαλαρώνω το λουρί που συνδέει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + λουρί] … Dictionary of Greek